- λιπυρίη
- λιπυρίαa malignant intermittent feverfem nom/voc sg (epic ionic)λιπυρίαςa malignant intermittent fevermasc voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπυρία — και λειπυρία, ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α) κακοήθης διαλείπων πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπο πυρία (< λιπ[ο] * + πυρία [< πυρος < πῦρ]), πρβλ. εμ πυρία. Η σίγηση τού πο με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς < αμφορεύς)] … Dictionary of Greek